Το αγγούρι είναι καρπός του ετήσιου φυτού της αγγουριάς (Cucumis sativus - Σικυός ο ήμερος) και ανήκει στην οικογένεια των κολοκυνθοειδών.
Η προέλευση του είναι από την Ινδία όπου το καλλιεργούσαν πριν από 3.000 χρόνια. Είναι ένα από τα κυριότερα φυτά που αναφέρονται στη Βίβλο και στο ξεκίνημα της χριστιανικής εποχής καλλιεργούταν στη νότιο Αφρική, στην Ιταλία ,στην Ελλάδα, στην ινδική χερσόνησο και σε άλλες χώρες. Ο αυτοκράτορας Τιβέριος ανέπτυξε καταναγκαστικές μεθόδους για να εξασφαλίσει σταθερό ανεφοδιασμό των αγορών με αγγούρια.
Η καλλιέργεια αγγουριών πρωτοεισήχθηκε στην Ευρώπη και ειδικότερα στην Αγγλία, στης αρχές του 1300 αλλά καλλιεργήθηκε συστηματικά 250 χρόνια αργότερα.
Ο Κολόμβος μετέφερε σπόρους αγγουριού στην Αϊτή το 1539 όπου και άρχισε να καλλιεργείται από τις αυτόχθονες φυλές στη Φλόριντα, στη Βιρτζίνια το 1584 και στη Μασαχουσέτη το 1629. Με βάση τα παραπάνω, η αγγουριά είναι ένα από τα πιο παλιά καλλιεργούμενα είδη. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι καλλιεργείται σχεδόν από τότε που άρχισαν να καλλιεργούνται και τα δημητριακά. Τμήματα του φυτού έχουν βρεθεί σε αρχαίους αιγυπτιακούς τάφους, ενώ στην Ελλάδα αναφέρεται σε πολλά αρχαία γραπτά. Ο Θεόφραστος, με το όνομα «Σικύς ή Σικύος», αναφέρεται σε τουλάχιστον 3 ποικιλίες.