Καλαμπόκι

Το καλαμπόκι ή αραβόσιτος (Zea mays) κατάγεται από την Αμερικανική Ήπειρο όπου πριν από 5.500 χρόνια καλλιεργούταν από τους Ίνκας, τους Μάγια καθώς και τους Αζτέκους. Στην Ευρώπη το εισήγαγαν οι Ισπανοί μετά την ανακάλυψη της Αμερικής γύρω στα 1552.
Η Ελληνική ονομασία του, «αραβόσιτος», σημαίνει «ο σίτος (σιτάρι) των Αράβων» και εισήχθη στην Ελλάδα το 1600 από τη Βόρεια Αφρική. Παρόλο την επικρατούσα άποψη ότι ο αραβόσιτος δεν καλλιεργήθηκε ποτέ στην αρχαία Ελλάδα υπήρξαν αρκετές αναφορές για τη «ζεια» για την οποία παρατηρείται σύγχυση γύρω από την ταυτότητά της, κάτι που διαπιστώνεται από αναφορές σε διάφορους συγγραφείς από την αρχαιότητα ως πρόσφατα. Έτσι στην πορεία των αιώνων, η «ζεια» έχει ήδη «ταυτοποιηθεί» από διάφορους συγγραφείς με το το καλαμπόκι (Zea mays L.), το Μονόκοκκο σιτάρι (Triticum monococcum ssp. monococcum), το δίκοκκο σιτάρι (T.turgidum ssp. dicoccum), το σιτάρι σπέλτα ή όλυρα (T. aestivum ssp. spelta), το κριθάρι (Hordeum vulgare), τη βρίζα ή σίκαλη (Secale cereale), ή το σόργο (Sorghum spp.). Το πρώτο χρονολογικά ιστορικό κείμενο που εμφανίστηκε η «ζεια», ήταν η Οδύσσεια, όπου ο Όμηρος την ανακατεύει με άσπρο κριθάρι και τη χρησιμοποιεί ως τροφή των αλόγων ενώ σε άλλο στίχο φυτρώνει μαζί με το σιτάρι και το άσπρο κριθάρι στον κάμπο της Λακωνίας. Ο Ηρόδοτος, περιγράφοντας τις παραξενιές των ανθρώπων στην αρχαία Αίγυπτο, γράφει ότι οι Αιγύπτιοι αντί για σιτάρι και κριθάρι, τρέφονται με όλυρα που κάποιοι ονομάζουν «ζεια».

Καλαμπόκι

Επιστημονικό Όνομα

Zea mays
Νεαρά φυτά καλαμποκιού

Πληροφορίες

Η πρώτη επαφή του Δυτικού κόσμου με τον αραβόσιτο έγινε με τον Κολόμβο στην Κούβα το 1492 και δείγματα από το νέο αυτό φυτικό είδος μεταφέρθηκαν στην Ευρώπη το 1492 ή 1494. Η εισαγωγή του στην καλλιέργεια πρέπει να έγινε στις αρχές του 16ου αιώνα, εάν ληφθεί υπόψη ότι ήδη το 1532 καλλιεργείται στην Ιταλία, και στη συνέχεια εξαπλώθηκε ταχύτατα σε όλη την Ευρώπη, την Αφρική και τη Μέση Ανατολή για να φθάσει στην Κίνα και τις Φιλιππίνες μέχρι το 1575. Στην Ελλάδα πρέπει να έφθασε γύρω στο 1600.

Στη χώρα μας η καλλιέργεια καταλαμβάνει έκταση περίπου 1,5 -1,7 εκ. στρ., με μέση απόδοση 1000-1100 χλγ/στρ και κύριες περιοχές παραγωγής τη Μακεδονία, Θράκη και Ήπειρο. Ο αραβόσιτος είναι ένα σιτηρό που καλλιεργείται κυρίως για τον καρπό του και δευτερευόντως για παραγωγή βιομάζας για άμεση κατανάλωση ή ενσίρωση. Υπολογίζεται ότι ο αραβόσιτος για παραγωγή βιομάζας καταλαμβάνει το 5% της ολικής καλλιεργούμενης έκτασης στην Ελλάδα. Σημειώνεται πάντως μία αυξανόμενη τάση καλλιέργειας για ενσίρωση τα τελευταία χρόνια. Αντίθετα, στις χώρες της δυτικής-βόρειας Ευρώπης (Μ. Βρετανία, Βέλγιο, Γερμανία, Ολλανδία) ο αραβόσιτος καλλιεργείται κυρίως για παραγωγή βιομάζας, δεδομένου ότι στα κλίματα αυτά η παραγωγή καρπού δεν ευνοείται. Ο αραβόσιτος καλλιεργείται για τον καρπό του που προορίζεται παραδοσιακά για τη διατροφή ζώων αλλά και για άμεση κατανάλωση. Άλλες χρήσεις του καρπού περιλαμβάνουν την εξαγωγή βρώσιμου ελαίου, την παρασκευή αλεύρου για την αρτοποιία και τη ζαχαροπλαστική, καθώς και την αξιοποίηση του αμύλου για παραγωγή αλκοολούχων ποτών και γλυκαντικών. Διάφορα συστατικά του καρπού αξιοποιούνται επίσης στη βιομηχανία για την παραγωγή καλλυντικών σκευασμάτων, φαρμάκων, βιοαποικοδομούμενων υλικών, πλαστικών, καθώς και στη σαπωνοποιία και χαρτοβιομηχανία. Η Ελλάδα είναι η χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την πιο πρώιμη παραγωγή αραβοσίτου η οποία σχεδόν κάθε χρόνο εξάγεται..
Ο αραβόσιτος στη χώρα μας εκτός από την εποχή της κύριας καλλιέργειάς του που είναι η άνοιξη, καλλιεργείται και ως επίσπορος (σπέρνεται τον Ιούνιο) μετά από έγκαιρη συγκομιδή των χειμωνιάτικων καλλιεργειών.

Προβλήματα και λύσεις στο καλαμπόκι

Δείτε τις συστάσεις μας στην καλλιέργεια του αραβόσιτου » περισσότερα

Copyright © Bayer AG