Πληροφορίες
Το κριθάρι ήταν ένα από τα πρώτα δημητριακά που καλλιεργήθηκαν από τον άνθρωπο στην «Εύφορη Ημισέληνο» (αλλιώς ονομαζόμενη η Εγγύς Ανατολή − γη η οποία σήμερα εκτείνεται στο Ιράκ, τη Συρία, την Παλαιστίνη, το Ισραήλ και το Λίβανο) και για χιλιάδες χρόνια αποτελούσε μια από τις κύριες τροφές του. Ο σπόρος εμφανίστηκε στο ίδιο χρονικό διάστημα όπως το μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι (Triticum monococcum, Triticum boeoticum ή αλλιώς baeoticum και Triticum dicoccum, αντιστοίχως). Οι σημερινές ποικιλίες φαίνεται να προέρχονται από το άγριο κριθάρι (Hordeum vulgare, υποείδος Spontaneum), το οποίο φυτρώνει από την Κασπία Θάλασσα και τον Καύκασο μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και από τη Βόρεια Αφρική και την Κρήτη στα δυτικά μέχρι το Θιβέτ στα ανατολικά
Το κριθάρι είναι το δεύτερο κατά σειρά οικονομικής σημασίας σιτηρό μετά το σιτάρι. Λόγω της μεγάλης του προσαρμοστικότητας η καλλιέργειά του εξαπλώνεται σε περιοχές που το σιτάρι ή δεν καλλιεργείται ή αποδίδει λίγο. Σε ιδιαίτερες συνθήκες περιβάλλοντος αποδίδει περισσότερο από το σιτάρι και η διαφορά αποδόσεων σε δυσμενείς συνθήκες καλλιέργειας είναι σημαντική. Η γενική τάση της καλλιέργειας σε παγκόσμια κλίμακα είναι αυξητική. Στην Ελλάδα οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αυξάνονταν σταθερά μέχρι το 1974 που έφθασαν το μέγιστο. Στη συνέχεια έπεσαν στα επίπεδα των 3,1-3,2 εκ. στρ. ενώ τα τελευταία χρόνια κυμαίνονται κοντά στ 1,5 εκ. στρ. Ανάλογη πορεία ακολουθεί και η συνολική ετήσια παραγωγή, ενώ οι αποδόσεις ανά στρ. αυξάνονται σταθερά στο ίδιο χρονικό διάστημα. Καταλαμβάνει την τρίτη θέση σε έκταση μετά το μαλακό και σκληρό σιτάρι. Η καλλιέργεια του εκτείνεται από τις βόρειες μέχρι τις νότιες και νησιωτικές περιοχές της χώρας μας με το μεγαλύτερο μέρος να καλλιεργείται σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές. Από την ετήσια παραγωγή κριθαριού, που είναι περίπου 300 χιλ. τόνοι, η μεγαλύτερη ποσότητα απορροφάται από την κτηνοτροφία και μόνον ένα μικρό μέρος (5%) αυτής διατίθεται στην ζυθοποιία και αυτό γιατί οι περισσότερες βιομηχανίες ζυθοποιίας μέχρι τώρα εισήγαγαν βύνη. Τα τελευταία χρόνια όμως φαίνεται να αλλάζει αυτή η τάση μια και διαφαίνεται μέσω της ανάπτυξης συμβολαιακής γεωργίας των παραγωγών με τοπικές ζυθοποιίες έντονο ενδιαφέρον για παραγωγή ελληνικής βύνης.