Σιτηρά

Τα σιτηρά ανήκουν στην οικογένεια Poaceae (Gramineae) και είναι τα σημαντικότερα από τα καλλιεργούμενα φυτά.

Ανέκαθεν η σπουδαιότητα των σιτηρών για το ανθρώπινο γένος υπήρξε σημαντική. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι αρχαίοι πολιτισμοί ήκμασαν σε περιοχές όπου καλλιεργούνταν κάποιο σιτηρό. Έτσι, οι πολιτισμοί των Βαβυλωνίων και Αιγύπτιων βασίστηκαν στο σιτάρι, των Κινέζων στο ρύζι, των Ίνκας, Μάγιας και Αζτέκων στον αραβόσιτο. Πλήθος προϊόντων διατροφής έχουν ως βάση κάποιο σιτηρό εξακολουθώντας να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παγκόσμια γεωργία και τα προϊόντα τους να αποτελούν τη βασική πηγή διατροφής του παγκόσμιου πληθυσμού.

Καλλιεργούνται σχεδόν σε όλο τον κόσμο εκτός ίσως από τις πολύ υγρές περιοχές όπου η καλλιέργεια άλλων φυτών είναι περισσότερο αποδοτική. Κάθε χρόνο καλύπτουν εκτάσεις περίπου 700 εκατ. εκταρίων (περίπου 7 δισ. στρ.), δηλ. σχεδόν το 1/20 της συνολικής χερσαίας επιφάνειας. Σκοπός της καλλιέργειας είναι συνήθως η παραγωγή καρπού και δευτερευόντως η παραγωγή βιομάζας. Ο δείκτης οικονομικής απόδοσης ποικίλλει πολύ στα διάφορα σιτηρά. Η κυριότερη και πιο διαδεδομένη τροφή για τον άνθρωπο που προέρχεται από τα σιτηρά ως πρώτη ύλη είναι το ψωμί. Το σιτάρι και εν μέρει η σίκαλη είναι τα μόνα κατάλληλα για αρτοποίηση γιατί έχουν τις πιο κατάλληλες πρωτεΐνες στο ενδοσπέρμιο για την παραγωγή ψωμιού. Έχουν επίσης το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι ο καρπός τους απογυμνώνεται εύκολα από τα λεπυρίδια.

Σιτάρι

Ο στάχυς το σιταριού

Επιστημονικό Όνομα

Triticum spp.
Σιτάρι στην ωρίμανση
Σιτάρι στην ωρίμανση

Πληροφορίες

Το σιτάρι ή στάρι ή σίτος (Triticum spp.), είναι ένα φυτό που καλλιεργείται σε όλο τον κόσμο. Είναι το δεύτερο παγκοσμίως σε συγκομιδή δημητριακό, μετά τον αραβόσιτο, με τρίτο το ρύζι. Στην Ελλάδα, όπως και στις περισσότερες χώρες, το σιτάρι (σκληρό και μαλακό) είναι πολύ πιο σπουδαίο από όλα μαζί τα άλλα χειμωνιάτικα σιτηρά και καλλιεργείται εδώ και χιλιάδες χρόνια. Το σκληρό σιτάρι έχει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στην ξηρασία από τα αρτοποιήσιμα σιτάρια, έτσι ώστε ένα μεγάλο ποσοστό να συγκεντρώνεται σε ημιξηρικές περιοχές. Παρ' όλο που δεν ανήκει στα παλαιότερα είδη Triticum, το σκληρό σιτάρι έχει μια μεγάλη ιστορία. Υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι ο κόσμος έτρωγε "ζυμαρικά" από σκληρό σιτάρι από πολύ νωρίς (5.000 π.Χ.). Tο σκληρό σιτάρι λέγεται πως κατάγεται από την Αιθιοπία. Σήμερα όμως πιστεύεται ότι ποικιλίες σκληρού σιταριού καλλιεργήθηκαν για πρώτη φορά στις παραμεσόγειες χώρες της Μέσης Ανατολής, Β. Αφρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, στις οποίες ανήκει και η χώρα μας. Είναι ακόμη γνωστό ότι η χώρα μας έχει παράδοση χιλιετηρίδων στην καλλιέργεια του σκληρού σιταριού. Αυτό βεβαιώνεται από τους καρβουνιασμένους σπόρους των νεολιθικών οικισμών Διμήνι και Σέσκλου περιοχής Βόλου.
Σε πολλές εύκρατες χώρες με υψηλό βιοτικό επίπεδο, το σιτάρι αποτελεί την κύρια πηγή υδατανθράκων για ανθρώπινη κατανάλωση. Υψηλή αναλογία κατανάλωσης σιταριού σε σχέση με τα άλλα σιτηρά αποτελεί δείκτη υψηλού βιοτικού επιπέδου.

Κριθάρι

Επιστημονικό Όνομα

Hordeum vulgare
Καλλιέργεια κριθαριού
Καλλιέργεια κριθαριού

Πληροφορίες

Το κριθάρι ήταν ένα από τα πρώτα δημητριακά που καλλιεργήθηκαν από τον άνθρωπο στην «Εύφορη Ημισέληνο» (αλλιώς ονομαζόμενη η Εγγύς Ανατολή − γη η οποία σήμερα εκτείνεται στο Ιράκ, τη Συρία, την Παλαιστίνη, το Ισραήλ και το Λίβανο) και για χιλιάδες χρόνια αποτελούσε μια από τις κύριες τροφές του. Ο σπόρος εμφανίστηκε στο ίδιο χρονικό διάστημα όπως το μονόκοκκο και δίκοκκο σιτάρι (Triticum monococcum, Triticum boeoticum ή αλλιώς baeoticum και Triticum dicoccum, αντιστοίχως). Οι σημερινές ποικιλίες φαίνεται να προέρχονται από το άγριο κριθάρι (Hordeum vulgare, υποείδος Spontaneum), το οποίο φυτρώνει από την Κασπία Θάλασσα και τον Καύκασο μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και από τη Βόρεια Αφρική και την Κρήτη στα δυτικά μέχρι το Θιβέτ στα ανατολικά

Το κριθάρι είναι το δεύτερο κατά σειρά οικονομικής σημασίας σιτηρό μετά το σιτάρι. Λόγω της μεγάλης του προσαρμοστικότητας η καλλιέργειά του εξαπλώνεται σε περιοχές που το σιτάρι ή δεν καλλιεργείται ή αποδίδει λίγο. Σε ιδιαίτερες συνθήκες περιβάλλοντος αποδίδει περισσότερο από το σιτάρι και η διαφορά αποδόσεων σε δυσμενείς συνθήκες καλλιέργειας είναι σημαντική. Η γενική τάση της καλλιέργειας σε παγκόσμια κλίμακα είναι αυξητική. Στην Ελλάδα οι καλλιεργούμενες εκτάσεις αυξάνονταν σταθερά μέχρι το 1974 που έφθασαν το μέγιστο. Στη συνέχεια έπεσαν στα επίπεδα των 3,1-3,2 εκ. στρ. ενώ τα τελευταία χρόνια κυμαίνονται κοντά στ 1,5 εκ. στρ. Ανάλογη πορεία ακολουθεί και η συνολική ετήσια παραγωγή, ενώ οι αποδόσεις ανά στρ. αυξάνονται σταθερά στο ίδιο χρονικό διάστημα. Καταλαμβάνει την τρίτη θέση σε έκταση μετά το μαλακό και σκληρό σιτάρι. Η καλλιέργεια του εκτείνεται από τις βόρειες μέχρι τις νότιες και νησιωτικές περιοχές της χώρας μας με το μεγαλύτερο μέρος να καλλιεργείται σε ημιορεινές και ορεινές περιοχές. Από την ετήσια παραγωγή κριθαριού, που είναι περίπου 300 χιλ. τόνοι, η μεγαλύτερη ποσότητα απορροφάται από την κτηνοτροφία και μόνον ένα μικρό μέρος (5%) αυτής διατίθεται στην ζυθοποιία και αυτό γιατί οι περισσότερες βιομηχανίες ζυθοποιίας μέχρι τώρα εισήγαγαν βύνη. Τα τελευταία χρόνια όμως φαίνεται να αλλάζει αυτή η τάση μια και διαφαίνεται μέσω της ανάπτυξης συμβολαιακής γεωργίας των παραγωγών με τοπικές ζυθοποιίες έντονο ενδιαφέρον για παραγωγή ελληνικής βύνης.

Βρώμη

Πληροφορίες

Η βρώμη (Avena sativa, Αβένα η ήμερη) είναι η κοινή ονομασία ορισμένων ειδών του γένους Αβένα (Avena) της οικογένειας Αγρωστώδη (Graminae). Ενώ η βρώμη είναι κατάλληλη τροφή και για ανθρώπους, ως επι το πλείστον χρησιμοποιείται ως ζωοτροφή.

Για την ανάπτυξη της βρώμης δεν απαιτούνται ιδιαίτερα θερμά κλίματα και μεγάλη ηλιοφάνεια και γενικά το φυτό είναι περισσότερο ανθεκτικό σε υγρό περιβάλλον σε σχέση με τα άλλα δημητριακά, το σιτάρι, το κριθάρι και την σίκαλη. Έτσι η καλλιέργεια της είναι ιδιαίτερα σημαντική σε χώρες με σχετικά ψυχρό κλίμα και υψηλή συχνότητα βροχών κατά τους θερινούς μήνες, όπως είναι οι χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Στην Ελλάδα χαρακτηριστική είναι η κατανομή της στο δυτικό κυρίως τμήμα της χώρας που δέχεται και τις υψηλότερες βροχοπτώσεις.


Επιστημονικό Όνομα

Avena sativa

Σίκαλη

Πληροφορίες

Η Σίκαλη είναι Αγγειόσπερμο, μονοκότυλο φυτό που ανήκει στην οικογένεια των Ποοειδών (Poaceae) ή Αγρωστωδών (Gramineae). Είναι μονοετές, ποώδες φυτό με καταγωγή από τη νοτιανατολική Ευρώπη και την Ασία και το πιο σημαντικό είδος του η Σίκαλις η σιτηράSecale cereale καλλιεργείται σήμερα ως σιτηρό για τον καρπό του. Οι πρώτες καλλιέργειες σίκαλης άρχισαν στην Ασία και στις νοτιοδυτικές περιοχές το 6500 π.Χ. Στη συνέχεια έφτασε στα Βαλκάνια και στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Επιστημονικό όνομα

Secale cereale

Προβλήματα και λύσεις στα σιτηρά

Δείτε τις συστάσεις μας στις καλλιέργειες των σιτηρών » περισσότερα

Copyright © Bayer AG