Πληροφορίες
Στην Ελλάδα η ελαιοκαλλιέργεια αντιστοιχεί στο 75% των δενδρωδών καλλιεργειών και καλύπτει το 20% της καλλιεργούμενης έκτασης. Σήμερα καλλιεργούνται περίπου 8 εκατομμύρια στρέμματα (150 εκατομμύρια ελαιόδενδρα, εκ των οποίων τα 123 εκ. για ελαιόλαδο και τα 27 εκ. για βρώσιμη ελιά), καταλαμβάνοντας σύμφωνα με την καλλιεργούμενη έκταση την 4η θέση παγκοσμίως, μετά από την Ισπανία, Τυνησία και Ιταλία (πηγή Eurostat 2007).
Όσον αφορά την παραγωγή ελαιολάδου, η μέση ετήσια Ελληνική παραγωγή κυμαίνεται περίπου στους 380 χιλιάδες τόννους, καταλαμβάνοντας έτσι την 3η θέση παγκόσμια μετά την Ισπανία και την Ιταλία, ενώ ακολουθούν η Τυνησία, η Συρία και η Τουρκία.
Στον τομέα της βρώσιμης ελιάς η Ελλάδα με μία μέση παραγωγή 110 χιλιάδων τόννων κατέχει την 5η θέση μετά από την Ισπανία, Αίγυπτο, Τουρκία και Συρία.
Η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου αντιπροσωπεύει ένα ελάχιστο ποσοστό στη διεθνή αγορά των λιπαρών ουσιών (το 6% περίπου του παγκόσμιου εμπορίου των κύριων φυτικών ελαίων διατροφής σε υγρή μορφή και το 19% της αξίας τους). Πιό συγκεκριμένα το ελαιόλαδο σε ότι αφορά την αξία των συναλλαγών βρίσκεται στην τρίτη θέση πίσω από το σογιέλαιο και ηλιέλαιο.
Στη χώρα μας η τάση βρίσκεται προς την κατεύθυνση της εντατικοποίησης της παραγωγής μέσω της μηχανοποίησης, της εξομάλυνσης του εδάφους, της στάγδην άρδευσης και της αυξημένης χρήσης εξωτερικών εισροών. Η μικτή καλλιέργεια ελαιόδεντρων και άλλων δέντρων ή αρόσιμων καλλιεργειών έχει σχεδόν εγκαταληφθεί και τα ελαιόδεντρα καλλιεργούνται σχεδόν αποκλειστικά σε φυτείες ενός είδους.
Σε παγκόσμιο επίπεδο η παραγωγή και η κατανάλωση των προιόντων της ελιάς σημειώνει συνεχή άνοδο, στοιχείο που στηρίζεται στην αναγώριση της υψηλής διατροφικής τους αξίας και στην πεποίθηση ότι αποτελούν τη βάση της περίφημης μεσογειακής διατροφής. Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο βλέπουμε νέες φυτείες ελιάς ακόμη και σε μη παραδοσιακές χώρες όπως η Αργεντινή, η Χιλή, η Αυστραλία κ.λ.π.
Σχετικά δε με την κατανάλωση ελαιολάδου, η χώρα μας βρίσκεται στην 1η θέση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης, με σχεδόν διπλάσια ποσότητα από τους Ιταλούς και τους Ισπανούς οι οποίοι ακολουθούν στις επόμενες θέσεις.
Από την άποψη των εξαγωγών, η Ελλάδα εξάγει πάνω από το 90% της παραγωγής της επιτραπέζιας ελιάς, αλλά μόνο το 3% της παραγωγής του ελαιόλαδου.
Η ελιά διακρίνεται για την μακροζωία της και την αντοχή της σε αντίξοες εδαφοκλιματικές συνθήκες, γι’ αυτό και συνιστάται και σε περιοχές ή εδάφη ακατάλληλα για άλλες καλλιέργειες. Σε αυτές τις συνθήκες όμως, η καρποφορία και η απόδοση των δένδρων είναι ποσοτικά και ποιοτικά υποβαθμισμένες. Η εφαρμογή των ενδεδειγμένων καλλιεργητικών τεχνικών, η διατήρηση των δένδρων σε καλή θρεπτική κατάσταση και η προστασία από εχθρούς και ασθένειες, αποτελούν προϋποθέσεις για την αύξηση της απόδοσης των δένδρων και για την βελτίωση της ποιότητας της παραγωγής.