Τετάρτη, 28 Μαρτίου,2018

Η Bayer, το Πανεπιστήμιο Exeter και το Κέντρο Ερευνών Rothamsted προσδιορίζουν ένζυμα στις μέλισσες που καθορίζουν την ευαισθησία σε νεονικοτινοειδή •Πλήρης μελέτη δημοσιεύθηκε πρόσφατα στο Current Biology •Ευρήματα έρευνας θα βελτιώσουν την ικανότητα της Bayer να αναπτύσσει νέα εκλεκτικά εντομοκτόνα

Monheim, Μάρτιος 2018 – Μία από κοινού μελέτη του Πανεπιστημίου Exeter, του Ερευνητικού Κέντρου Rothamsted και της Bayer ανακάλυψε ένζυμα στις μέλισσες και τους βομβίνους που καθορίζουν πόσο ευαίσθητα είναι σε διαφορετικά νεονικοτινοειδή εντομοκτόνα.

Monheim, Μάρτιος 2018 – Μία από κοινού μελέτη του  Πανεπιστημίου Exeter, του Ερευνητικού Κέντρου Rothamsted και της  Bayer ανακάλυψε ένζυμα στις μέλισσες και τους βομβίνους που καθορίζουν πόσο ευαίσθητα είναι σε διαφορετικά νεονικοτινοειδή εντομοκτόνα.

Όπως και σε άλλους οργανισμούς, οι τοξίνες στις μέλισσες μπορούν να διασπαστούν από ένζυμα γνωστά ως cytochrome P450s. Οι ερευνητές διεξήγαγαν την πιο πλήρη ανάλυση των  P450 ενζύμων αποτοξικοποίησης στις μέλισσες που διεξήχθη ποτέ. Η μελέτη αναγνώρισε μία υπο-οικογένεια αυτών των ενζύμων στις μέλισσες– CYP9Q – και βρήκε ότι είναι υπεύθυνη για την γρήγορη αποδόμηση συγκεκριμένων νεονικοτινοειδών, όπως το  thiacloprid, κάνοντάς τα ουσιαστικά μη τοξικά για τις μέλισσες. Η Bayer είναι πεπεισμένη ότι αυτή η γνώση θα διευκολύνει την εταιρία να σχεδιάσει περαιτέρω εντομοκτόνα φιλικά στις μέλισσες με ένα ακόμη πιο στοχευμένο τρόπο, χρησιμοποιώντας σχετικά απλές μεθόδους (in vitro) σε ένα πρώιμο στάδιο της ανάπτυξης του προϊόντος.

«Ο προσδιορισμός των μηχανισμών που συμβάλλουν σε εγγενή ανεκτικότητα βοηθούν εμάς και τους νομοθέτες να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί συγκεκριμένα εντομοκτόνα έχουν μεγαλύτερο περιθώριο ασφάλειας στις μέλισσες», είπε ο Δρ. Ralf Nauen, ειδικός εντομολόγος στη Bayer και επικεφαλής ερευνητής της μελέτης. «Η γνώση από τη μελέτη μας μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στην πρόβλεψη και αποφυγή πιθανών επιβλαβών επιπτώσεων  που προκύπτουν από τη μη αναστρέψιμη παρεμπόδιση αυτών των βασικών μηχανισμών άμυνας, για παράδειγμα, χρησιμοποιώντας διαφορετικές ουσίες με συνεργατικά αποτελέσματα σε μείγματα βυτίου». Ο Δρ. Nauen είναι πεπεισμένος ότι η απαιτούμενη γνώση και τα διαθέσιμα εργαλεία θα προωθήσουν την καινοτομία και θα βελτιώσουν την ικανότητα της Bayer να αναπτύσσει εκλεκτικά εντομοκτόνα.

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Current Biology, φέρει τον τίτλο: «Ξεδιπλώνοντας τους μοριακούς καθοριστικούς παράγοντες της ευαισθησίας των μελισσών στα νεονικοτινοειδή εντομοκτόνα».

Αυτή η γνώση είναι πολύτιμη σε μια εποχή που γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να  εγκριθούν νέα  φυτοπροστατευτικά προϊόντα, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, μία εξέλιξη που τελικά θα πλήξει τους παραγωγούς, εμποδίζοντάς τους να ελέγχουν τα εχθρούς που προσβάλουν τα χωράφια τους και να παράγουν τα τρόφιμα που όλοι απολαμβάνουμε. Παράλληλα, θα υπάρξουν αρνητικές επιπτώσεις και στο περιβάλλον, καθώς λιγότερο αποδοτική παραγωγή απαιτεί περισσότερη καλλιεργήσιμη γη προς χρήση.

Η ασφάλεια πριν την πώληση  εφαρμόζεται σε όλα τα προϊόντα φυτοπροστασίας που λανσάρονται στην αγορά. Παρόλα αυτά, η ασφάλεια των νεονικοτινοειδών εντομοκτόνων για τις μέλισσες είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα και αυτό που το 2013, οδήγησε σε  απαγόρευση της χρήσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση τριών δραστικών ουσιών σε καλλιέργειες που είναι ελκυστικές στις μέλισσες. Τι λέει λοιπόν  η επιστήμη? Σε γενικές γραμμές, ότι 19 από τα 20 κορυφαία εντομοκτόνα είναι  ενδογενώς πολύ τοξικά. Ωστόσο, οι διαφορετικές δραστικές ουσίες της τάξης των νεονικοτινοειδών διαφέρουν μεταξύ τους, όσον αφορά στην τοξικότητα.

Μέχρι τη στιγμή που φθάνει στην αγορά, κάθε προϊόν φυτοπροστασίας απαιτεί επενδύσεις κατά μέσο όρο, 286 εκατομμυρίων δολαρίων και απαιτούνται 11 χρόνια έρευνας και ανάπτυξης για να διασφαλίσουμε τα υψηλότερα πρότυπα ασφάλειας και αποτελεσματικότητας. Αυτή η νέα γνώση θα βοηθήσει να γίνει περισσότερο αποτελεσματική η ανάπτυξη των εντομοκτόνων, που εφαρμόζονται ευρέως και είναι πλήρως συμβατά με τις μέλισσες –επικονιαστές.

Copyright © Bayer AG